Συμπληρώνονται φέτος εβδομήντα χρόνια από το ολοκαύτωμα των χωριών της Βιάννου και της Δυτικής Ιεράπετρας από τους Ναζί. Εβδομήντα χρόνια από τον Σεπτέμβρη του 1943, που σημαδεύτηκε με μία από τις μεγαλύτερες ναζιστικές θηριωδίες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου στην Κρήτη. Με φωτιά καταστροφή και θάνατο πίστευαν οι Γερμανοί ότι θα καταβάλλουν την Κρητική ανδρεία. Και όμως απέτυχαν.
Το 1943 ήταν χρόνος καταστροφής και θανάτου σ’ όλη την Κρήτη. Η αγριότητα και η τρομοκρατία των ναζιστών εντάθηκε σε αφάνταστο σημείο. Για να κρίνει και να εκτιμήσει κανείς σωστά τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου 1943 στην επαρχία Βιάννου και τη Δυτική Ιεράπετρα και ειδικότερα τα σχετικά με τη μάχη της Σύμης, πρέπει να λάβει υπόψη του ορισμένα στοιχεία και γεγονότα της εποχής εκείνης:
-Τέλος του 1942 αρχές του 1943 το αντάρτικο στα Λασιθιώτικα βουνά ανδρώθηκε και γιγαντώθηκε με νέους αντάρτες και η αντιστασιακή οργάνωση στην Κρήτη έχει κορυφωθεί παίρνοντας συγκεκριμένη οργανωτική μορφή. Ήδη από τα τέλη του 1941 το ΕΑΜ οργανώνεται στο νομό Λασιθίου, πολύ νωρίτερα από την υπόλοιπη Κρήτη.
-Το Μάρτη του 1942 ο Εμμανουήλ και Χρήστος Μπαντουβάς με μια μικρή ομάδα από τριάντα αντάρτες στήνουν το λημέρι τους πάνω στις κορφές των Κατωσυμιανών βουνών οργανώνοντας με μεγάλη μυστικότητα πυρήνες αντίστασης.
-Αρχές του 1942 έρχεται στην Κρήτη ο Άγγλος αρχαιολόγος Τόμ Τουμπάμπιν, ταγματάρχης τότε, και αναλαμβάνει την αρχηγία της Φορς 133 Ανατολικής Κρήτης. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου έρχεται ο Ταγματάρχης Πάτρικ Λη Φέρμορ, εκπρόσωπος του Συμμαχικού Στρατηγείου Μέσης Ανατολής.
-Το καλοκαίρι του 1942 οι Γερμανοί αφαιρούν τη διοίκηση της περιοχής από τους Ιταλούς και εγκαθίστανται οι ίδιοι στην Άνω Βιάννο, με τρις λόχους στρατού και το σκηνικό αλλάζει άρδην.
-Από τις αρχές του καλοκαιριού του 1943 η πλάστιγγα του πολέμου άρχισε να γέρνει προς την πλευρά των συμμάχων. Η πτώση του Μουσολίνι (27 Ιουλίου 1943) προκαλεί μια έντονη κίνηση στις δραστηριότητες των αντάρτικων ομάδων.
-Παραπλανητικές ειδήσεις από το Συμμαχικό Στρατηγείο της Μέσης Ανατολής κάνουν όλους να πιστέψουν πως οι σύμμαχοι ετοιμάζουν απόβαση στα νοτιοανατολικά παράλια της Κρήτης. Για να γίνουν πιστευτές οι ειδήσεις αυτές, οι σύμμαχοι ρίχνουν στις 8 Αυγούστου πολεμοφόδια στη Δίκτη.
-Στις 26 Αυγούστου 1943 πραγματοποιείται η απόβαση των συμμάχων στο Ρήγιο της περιοχής Καλαβρίας στην Ιταλία.
-Στις 7 Σεπτεμβρίου 1943 η Ιταλία συνθηκολογεί και η είδηση δημιουργεί παραλήρημα ενθουσιασμού ανάμεσα στους αντάρτες, ενώ ο Μπαντουβάς καταστρώνει σχέδιο δράσεως με πρώτη ενέργεια την απαγωγή(;) των Γερμανών του φυλακίου της Κάτω Σύμης την νύχτα 9 προς 10 Σεπτεμβρίου. Στο σχέδιο αυτό υπάρχουν διαφωνίες.
Η ίδρυση φυλακίου στην Κάτω Σύμη
Την ίδρυση φυλακίου στην Κάτω Σύμη με τρείς άντρες την δικαιολογούν, πως έχει σκοπό να ελέγχει την πατατοπαραγωγή της περιοχής ώστε να παίρνουν μερίδιο για τον Γερμανικό στρατό της περιοχής. Ο πραγματικός σκοπός του ήταν η κατασκόπευση των κινήσεων των ανταρτών στην περιοχή.
Η παρουσία του γερμανικού φυλακίου γίνεται σοβαρά επικίνδυνη μετά τα γεγονότα του καλοκαιριού. Αποφασίζεται η απαγωγή, που για άγνωστο για ποιους λόγους μετατρέπεται σε άνανδρη εξόντωση. Το γεγονός αυτό πυροδότησε τα θλιβερά γεγονότα που ακολούθησαν.
Η μάχη της Κάτω Σύμης
Η αντίδραση των Γερμανών ήταν άμεση. Ο Διοικητής του Φρουρίου Κρήτης Στρατηγός Μύλλερ διατάσει την καταστροφή της περιοχής. Ο Μπαντουβάς γνωρίζοντας πολύ καλά την επικείμενη άμεση και βίαιη αντίδραση ων Γερμανών, συγκάλεσε σύσκεψη στο λημέρι, όπου αποφασίστηκε να προστατευτεί η Κάτω Σύμη από την αναμενόμενη εκδικητική μανία των εχθρών και καταστρώθηκε σχέδιο δράσης.
Μεγάλη δύναμη του Γερμανικού στρατού, περί τους 165 στρατιώτες, συγκεντρώθηκε στην Άνω Βιάννο και στις 12 Σεπτεμβρίου ένα μέρος προχώρησε με κατεύθυνση την Κάτω Σύμη.
Ομάδα πενήντα ανταρτών με επικεφαλής τον Χρήστο Μπαντουβά κάλυπτε μια από τις διαβάσεις προς τα βουνά όπου έχει εγκατασταθεί το αρχηγείο των ανταρτών. Η δύναμη αυτή χωρίστηκε σε τέσσερις ομάδες επικεφαλής των οποίων τέθηκαν οι: Δημ. Παπάς, Γεωρ. Νιργιανός, Γιάν. Ποδιάς και Χρήστος Μπαντουβάς.
Συγχρόνως δύο ομάδες θα κινιόνταν, η μία προς τα χωριά της Ιεράπετρας και μια δεύτερη με σημαιοφόρο το γέρο-Πετσαγκουράκη από τον Παρσά για να εμψυχώσουν τον πληθυσμό με το σύνθημα «η λευτεριά έρχεται», με την απόβαση που θα κάνουν οι σύμμαχοι στα παράλια, δυστυχώς τις πρόλαβαν τα γεγονότα.
Η επαφή των δύο αντιπάλων έγινε το πρωί της Κυριακής 12 Σεπτεμβρίου. Οι απώλειες για τους Γερμανούς ήταν συντριπτικές. Ο λόχος διαλύθηκε. Πόσοι ακριβώς σκοτώθηκαν δεν έχει ακόμη εξακριβωθεί. Ακούγονται διάφοροι αριθμοί από 40 έως 80. Συνελήφθηκαν έντεκα γερμανοί στρατιώτες αιχμάλωτοι και ο διερμηνέας Αγογλωσσάκης από τις Αρχάνες, οι οποίοι εκτελέστηκαν τις επόμενες ημέρες.
Στη μάχη σκοτώθηκε, ανδρείως μαχόμενος ο Απόστολος Εμμ. Βαγιωνάκης από τους Μύθους. Στην ομάδα Γιάννη Ποδιά και τραυματίστηκαν ελαφρά δύο.
Τα υπολείμματα των Γερμανών ανασυγκροτήθηκαν στον Πεύκο και επέστρεψαν στην βάση τους την Άνω Βιάννο. Από εκείνη τη στιγμή είχε προδιαγραφεί το μεγάλο δράμα του ολοκαυτώματος των χωριών Βιάννου και Ιεράπετρας.
Η μάχη αυτή ήταν η μεγαλύτερη και η σπουδαιότερη που έγινε μεταξύ ανταρτών και Γερμανών στην Κρήτη κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, επειδή εκτός των άλλων οι Γερμανοί νικήθηκαν κατά κράτος.
Το δράμα του ολοκαυτώματος των χωριών της Βιάννου
Οι αντάρτες ήταν ενθουσιασμένοι και εξαιτίας της σημαντικής τους επιτυχίας αλλά και επειδή πίστευαν ότι επίκειται η απόβαση των Βρετανών και ότι μαζί με τις δύο ιταλικές μεραρχίες θα απελευθερώσουν την Κρήτη, όπως έδειχναν οι ενδείξεις και όπως τους είχε διαβεβαιώσει ο αρχηγός τους, καπ. Μαν. Μπαντουβάς.
Η αποκάλυψη της φοβερής πραγματικότητας ήρθε 2-3 μέρες μετά με την καταστροφή της Βιάννου και με την ουδετερότητα που προτίμησαν οι Ιταλοί.
Μνημείο στα Αμιρά Βιάννου
Ερχόμενοι οι Γερμανοί στις 13 Σεπτεμβρίου στον Άγιο Βασίλειο εφήρμοσαν την συνηθισμένη πολιτική τους. Βεβαιώνανε τους κατοίκους ότι δεν τους θεωρούν υπεύθυνους για τις πράξεις των ανταρτών, και ότι δεν έχουν να πάθουν τίποτε αρκεί να τους φιλοξενήσουν όπως και έγινε. Όσοι θα βρίσκονται στα σπίτια τους δεν θα υποστούν καμία τιμωρία, αν όμως απουσίαζαν θα τιμωρούσαν τις γυναίκες και τα παιδιά τους, θα καίγανε τα σπίτια τους, ενώ οι ίδιοι θα καταδιώκονταν ως αντάρτες.
Οι γυναίκες ανέλαβαν διαπραγματευτικό ρόλο και έπεισαν πολλούς από τους άνδρες που είχαν απομακρυνθεί να επιστρέψουν. Την επομένη, ανήμερα της μεγάλης εορτής της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, εκτέλεσαν το απόγευμα 31 (24 ομαδικά) άτομα.
Στα Αμιρά ο δήμαρχος και οι κάτοικοι υποδέχθηκαν τους Γερμανούς στην είσοδο του χωριού με κρασιά, ρακές και κεράσματα. Εφαρμόζοντας στο σχέδιο τους, κύκλωσαν όλη την περιοχή συλλαμβάνοντας 100 περίπου άνδρες τους οποίους χωρίς καμιά διαδικασία τους εκτέλεσαν κατά τμήματα, από το τις 10 το πρωί έως στις 4 το απόγευμα. Παράλληλα σκότωναν όσους γέροντες και ανάπηρους εύρισκαν μέσα στα σπίτια.
Στο χωριό Βοχός εκτέλεσαν όλους τους συλληφθέντες 23 άνδρες (οι 3ις επέζησαν).
Στο σχολείο του χωριού Κεφαλοβρύσι εκτέλεσαν συνολικά 33 άνδρες (3ις επέζησαν). Επίσης φόνευσαν στο κρεβάτι του με ξιφολόγχη τον ηλικιωμένο Εμμ. Γ. Κοντάκη. Στο χωριό Κρεββατά εκτέλεσαν 21 άτομα. Πορευμένοι στις 12 Σεπτεμβρίου προς την Σύμη στο χωριό Πεύκος εκτέλεσαν 5 άνδρες και στις 14/9 εκτέλεσαν άλλα 14 άτομα καίγοντας και καταστρέφοντας αγροικίες της περιοχής.
Στην Κάτω Σύμη στις 14/9 εκτέλεσαν συνολικά 23 άτομα.
Στις 30 Σεπτεμβρίου διατάχθηκε από τους Γερμανούς να εκκενωθούν τα χωριά Κεφαλοβρύσι, Κρεββατάς, Πεύκος, Σύμη, Καλάμι και Συκολόγος της επαρχίας Βιάννου σε πέντε μέρες. Και από τις 14 Οκτωβρίου, ένα μήνα δηλαδή μετά τις ομαδικές εκτελέσεις, ειδικά συνεργεία Γερμανών άρχισαν να κατεδαφίζουν με δυναμίτες και να πυρπολούν τα χωριά αυτά, που είχαν εκκενωθεί, και η περιοχή τους κηρύχθηκε “νεκρή ζώνη”.
Εκτελέσεις και πυρπολισμός των χωριών της Δυτικής Ιεράπετρας
Στο χωριό Μύρτος, συλλαμβάνονται και εκτελούνται χωρίς καμιά διαδικασία πίσω από τον Άγιο Αντώνιο δέκα άτομα. Έξω από το χωριό εκτελούν άλλα επτά άτομα. Οι νεκροί στο Μύρτο στις 15 Σεπτεμβρίου φτάνουν τους 14. Μετά τις εκτελέσεις οι Γερμανοί λεηλατούν το χωριό και στις 4 το απόγευμα βάζουν φωτιά στα σπίτια.
Ο Μύρτος ύστερα από 53 χρόνια ζωής και προόδου δεν υπάρχει πια. Μόνο μαύροι καπνοί ξεπηδούν από τα σπίτια και τα μαγαζιά μέρες ολόκληρες, ενώ οι κάτοικοι του χωριού, όσοι γλύτωσαν από την εκτέλεση, διωγμένοι και ξεριζωμένοι καταφεύγουν στα Καρκάσα, στην Ανατολή, στην Ιεράπετρα και ολόκληρη η περιοχή του χωριού κηρύσσεται νεκρή ζώνη.
Μνημείο πεσόντων στο Μύρτο
Όσα σπίτια γλύτωσαν από την φωτιά και την λεηλασία των Γερμανών δυστυχώς λεηλατήθηκαν αργότερα από Γεραπετρίτες και Γραλυγιώτες που ερχόταν κάθε μέρα με βάρκες ή ζώα παρέα με Γερμανούς που έπαιρναν και αυτοί το μερδικό τους. Ο Εμμανουήλ Παπαδημητρόπουλος από τον Πεύκο που έχει έλθει στο Μύρτο από την αρχή των γεγονότων εκτελείται από τους Γερμανούς στις 17 Σεπτεμβρίου και με τον τελευταίο αυτό νεκρό οι εκτελεσθέντες στο Μύρτο φτάνουν τους δεκαοκτώ (18).
Την ίδια μέρα στα Γδόχια, ομάδα Γερμανών εκτελούν πέντε Γδοχιανούς στα Στενά. Στον ναό των Αγίων Δέκα οι δέκα έξι άνδρες που μένουν μετά την απομάκρυνση των γυναικόπαιδων εκτελούνται μετά την 9η νυχτερινή ώρα στον τοποθεσία Καρτσανά, μαζί με ένα ανάπηρο πνευματικά παιδί (14-16 ετών) από το Συκολόγο που βρέθηκε τυχαία στο δρόμο.
Μέσα στο σπίτι του, στα Κάτω Γδόχια, οι Γερμανοί καίνε ζωντανό πάνω στο κρεβάτι του τον τραυματία Γεώργιο Εμμ. Μπεκράκη. Έξω από την αυλή του σπιτιού της, την παράλυτη Χαρίκλεια Γ. Ξανθάκη.
Μνημείο πεσόντων στα Γδόχια
Στα Γδόχια εκτελούνται συνολικά σαράντα δύο άτομα από τα οποία τέσσερα είναι από την Κάτω Σύμη και ένα από τον Συκολόγο. Στην περιοχή Κάτω και Απάνω Σύμη εκτελέστηκαν έξι Γδοχιανοί. Το σύνολο των Γδοχιανών που εκτελέστηκαν είναι τριάντα επτά.
Τα Γδόχια είναι το μοναδικό χωριό και στις δύο επαρχίες που οι Γερμανοί συλλαμβάνουν ομαδικά γυναικόπαιδα και τα περιορίζουν μέσα σε κλειστούς χώρους.
Γυναικόπαιδα συγκεντρώθηκαν από τα Παπαδιανά, τα Δασκαλιανά και από την Κάτω Σύμη που είχαν καταφύγει στα Γδόχια για να σωθούν. Ο διοικητής του Φρουρίου Κρήτης Μπώυερ είχε διατάξει το απόγευμα της 15ης Σεπτεμβρίου να καούν το πρωί μαζί με τα κτίρια. Η διαταγή όμως αυτή ανεστάλη την αυγή της 16ης Σεπτεμβρίου, λίγες ώρες μόλις πριν πυρποληθεί το χωριό. Και πάλι εδώ το πλιάτσικο συνεχίστηκε από ασυνείδητους χωριανούς.
Το πρωί της 15ης Σεπτεμβρίου 1943, δύναμη Γερμανών ξεκινά από το Συκολόγο, φτάνει στο ξεστράτι του Αγίου Νικολάου και από εκεί ένα τμήμα προχωρεί προς το Λουτράκι, βάνει φωτιά στα σπίτια χωρίς να αφήσει ούτε την εκκλησία του Μιχαήλ Αρχαγγέλου και φονεύει τον μοναδικό κάτοικο που βρίσκει εκεί, τον Ιωάννη Μιλλικάκη.
Ένα άλλο τμήμα κατευθύνεται στη Ρίζα. Μπαίνει μέσα στο χωριό από το μεσαίο συνοικισμό, τη Ζούρβα και συλλαμβάνει δέκα άντρες τους οποίους εκτέλεσαν έξω από το σχολείο κοντά στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα. Στον συνοικισμό Καημένου συλλαμβάνουν και εκτελούν πέντε άνδρες.
Μνημείο στη Ρίζα
Στον συνοικισμό Σφακούρα βρίσκουν και συλλαμβάνουν έξι άντρες και μία γυναίκα που την έκαψαν ζωντανή μέσα στο σπίτι της όταν του έβαλαν φωτιά. Στις Μουρνιές συλλαμβάνουν δέκα πέντε άνδρες και τους οδηγούν στη Σφακούρα. Στη Σφακούρα φέρνουν ακόμη έξι άνδρες από το χωριό Παρσά (Μεταξοχώρι). Όλους αυτούς τους εκτέλεσαν στην τοποθεσία Σελί, στο σημείο ακριβώς που είχε υψώσει ο Μπαντουβάς την ελληνική σημαία πέντε μέρες πριν.
Κατεστραμμένη φάμπρικα από φωτιά στις Μουρνιές
Ομάδα Γερμανών που κατεβαίνει από το Λασίθι μέσω του Καθαρού φτάνει στις Μάλλες και συλλαμβάνει και εκτελεί οκτώ Μαλλιώτες και ένα Παρσώτη που βρέθηκε τυχαία στο χωριό, συνολικά εννέα άνδρες.
Στο χωριό Χριστός οι Γερμανοί συλλαμβάνουν επτά άνδρες τα οποία μεταφέρουν κοντά στην Αγία Παρασκευή τα εκτελούν και τα γκρεμίζουν μέσα στη χαράδρα.
Κινούμενοι προς τους Μύθους περνώντας από τα Απολιανά σκοτώνουν το μυλωνά Μιχ. Γ. Παπακωσταντινάκη από τις Μουρνιές. Στους Μύθους εκτελέστηκαν μαζί με τον Βαγιωνάκη Αποστ. Εμμ., που σκοτώθηκε στην μάχη της Κάτω Σύμης, πέντε άνδρες.
Επίμονες και έντονες παρακλήσεις και διαμαρτυρίες του Τοποτηρητή της Μητροπόλεως Κρήτης Ευγένιου Ψαλιδάκη και του Επισκόπου Νεαπόλεως Διονυσίου Μαραγκουδάκη, που θέτουν σε κίνδυνο την ίδια τους την ζωή, καταφέρνουν να πείσουν τον στρατηγό Μύλλερ να σταματήσουν οι εκτελέσεις και οι πυρπολήσεις των χωριών. Με την παρέμβαση αυτή γλυτώνουν το κάψιμο οι συνοικισμοί της Ρίζας Ζούρβα και Σφακούρα και τα χωριά Μύθοι, Παρσάς και Χριστός.
Απολογισμός
Με βάση τα στοιχεία που έχουν δει κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας, φαίνεται να εκτελέστηκαν ομαδικά 532 κάτοικοι, πυρπολήθηκαν 15 χωριά και υπέστησαν σοβαρές ζημιές άλλα δύο. Ακολούθησε μια τραγική περίοδος.
Οι κάτοικοι των χωριών άφησαν τις οικογένειες τους για μήνες. Όταν επέστρεψαν στα σπίτια τους, οι περισσότεροι τα βρήκαν καημένα. Η βοήθεια της πολιτείας μετά την απελευθέρωση χαρακτηρίζεται ως ελάχιστη, αφήνοντας τους έτσι σε μια αγωνιώδη προσπάθεια επιβίωσης με ιδίους πόρους.
Η απαίτηση για την απόδοση δικαιοσύνης με την τιμωρία όσων εγκλημάτησαν σε βάρος του ελληνικού λαού δυστυχώς περιορίστηκε μόνο για τέσσερις εγκληματίες πολέμου που έδρασαν στην Κρήτη αφού δεν αξιοποιήθηκε το σημαντικό υλικό που προέκυψε από τις ανακρίσεις.
Οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου για τις καταστροφές που προξένησαν τα κατοχικά στρατεύματα στην Ελληνική οικονομία δυστυχώς δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ των δύο κρατών. Οι Γερμανικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις είναι ένα θέμα στο οποίο μέχρι σήμερα δυστυχώς δεν έχει δοθεί απάντηση και λύση.
Γιατί τόση βαρβαρότητα, τόση βία, τόση φρίκη; Και μάλιστα από ένα λαό που υπερηφανευόταν για τις επιστήμες και τον πολιτισμό του;
Ο Κώστας Χρηστάκης από το Μύρτος, Ειδικός Πάρεδρος ε.τ. του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, έζησε την προσφυγιά μικρό παιδί τότε και θυμάται: «Πανικόβλητοι οι άνθρωποι άρχισαν να φεύγουν, παίρνοντας μαζί τους ό,τι μπορούσαν. Λίγα ρούχα, λίγα τρόφιμα….Ακολούθησαν το δρόμο της προσφυγιάς, με κατεύθυνση την Ιεράπετρα.
Πολλοί σκορπίστηκαν στα γύρω χωριά: Στη Γρα Λυγιά, στην Ανατολή, στους Καλογέρους και αλλού. Οι περισσότεροι κατέληξαν στην Ιεράπετρα. Κατά κανόνα και κατά κοινή ομολογία, όπου κι αν πήγαν βρήκαν κατανόηση, αλληλεγγύη και αισθήματα ανθρωπιάς.
Ακολούθησε μια τραγική περίοδος. Για πολλές μέρες, κανείς δεν ήξερε αν ζούσαν ή αν πέθαναν οι άνθρωποι που άφησαν πίσω τους. Γεραπετρίτες που στάλθηκαν για να μεταφέρουν τα θρανία από το σχολείο του Μύρτου στην Ιεράπετρα, εντελώς τυχαία, ανακάλυψαν τα πτώματα. Και τότε παίχθηκε η τελευταία πράξη του δράματος.
Οι άνθρωποι των εκτελεσθέντων πήραν άδεια και ήλθαν να ενταφιάσουν τους νεκρούς τους. Όμως τα πτώματα ήταν ήδη σε αποσύνθεση. Μερικά ήταν ακρωτηριασμένα και αποκεφαλισμένα. Η περισυλλογή ήταν δύσκολη.
Χρειάστηκαν να φέρουν σεντόνια και κουβέρτες να τα τυλίξουν και να τα σκεπάσουν εκεί που ήταν, για να μη συνεχίσουν τα σκυλιά το μακάβριο έργο τους. Μεγάλος ο πόνος, η οδύνη και η οργή.
Μεγάλη και η ανασφάλεια των οικογενειών τους. Και ένα μεγάλο ΓΙΑΤI; Γιατί να χαθούν τόσοι άνθρωποι; Τι κακούργημα έκαμαν, για να πληρώσουν με τη ζωή τους ένα τίμημα που δεν τους ανήκε;
Σε τι έφταιξαν οι οικογένειες τους, για να χάσουν τα αγαπημένα τους πρόσωπα, τους προστάτες τους, το στήριγμα τους; Γιατί τόση βαρβαρότητα, τόση βία, τόση φρίκη; Και μάλιστα από ένα λαό που υπερηφανευόταν για τις επιστήμες και τον πολιτισμό του;».
Λεωνίδας Γ. Κουδουμογιαννάκης